- γαμώ
- (-άω και -έω) (AM γαμῶ, -έω)ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματοςνεοελλ.φρ.1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» — βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού σώματός του ή τής οικογένειάς του ή κάτι σεβαστό και ιερό2. «άι γαμήσου» — βρισιά για να απαλλαγεί κάποιος από ενοχλητικό πρόσωποαρχ.1. (για άντρα) παντρεύομαι2. γαμοῡμαι α) (για γυναίκα) παντρεύομαιβ) (για τους γονείς κόρης) παντρεύω, δίνω ως νύφη.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. γαμέω δεν είναι παράγωγο ονόματος, αλλά ο ίδιος με υποχωρητικό σχηματισμό παράγει τη λ. γάμος. Συνδέεται με τη λ. γαμβρός καθώς και με τα όμοιας σημασίας αρχ. ινδ. jαmᾱtᾱr, jᾱrα- κ.λπ. Δεν έχει επίσης αποδειχθεί κάποια διαφαινόμενη ετυμολογική σχέση με τα γέντο, ύγγεμος «συλλαβή», γέμω.ΠΑΡ. γαμήλιοςαρχ.γαμήλευμααρχ.-μσν.γαμετήνεοελλ.γαμήσι, γαμιάς.ΣΥΝΘ. αρχ. αντιγαμέω, αρρενογαμέω, δυσγαμέω, εγγαμέω, επιγαμέω, ευγαμέω, κερδογαμέω, μονογαμέω, οψιγαμέω, προγαμέω, συγγαμέω, υπογαμέω].
Dictionary of Greek. 2013.